αδόλωτος

αδόλωτος
-η -ο (Μ ἀδόλωτος, -ον) [δολώνω]
νεοελλ.
1. αυτός που δεν εφοδιάστηκε με δόλωμα («αγκίστρι αδόλωτο»)
2. άδολος, ανόθευτος («αδόλωτο κρασί»)
μσν.
ειλικρινής, αγνός, αθώος, γνήσιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αδόλωτος — η, ο αυτός που δε δολώθηκε: Ψάρευε με αγκίστρι αδόλωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”